- αξεμπέρδευτος
- η , ο1) нераспутанный, запутанный; 2) перен. запутанный, невыясненный; 3) уцелевший, оставшийся в живых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αξεμπέρδευτος — η, ο 1. αυτός που δεν απαλλάχτηκε από μπέρδεμα, περιπλοκή: Ο σπάγκος είχε μείνει αξεμπέρδευτος. 2. ατακτοποίητος: Έχουν διαφορές αξεμπέρδευτες. 3. εκείνος τον οποίο δεν ξεμπέρδεψαν, δε σκότωσαν: Έφυγε στην ξενιτιά κι έτσι έμεινε αξεμπέρδευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξεμπέρδευτος — η, ο 1. αυτός που δεν ξεμπερδεύτηκε, που δεν απαλλάχθηκε από μπέρδεμα, περιπλοκή 2. αδιευκρίνιστος, ατακτοποίητος, αξεκαθάριστος 3. (για πρόσωπο) αυτός που δεν εξοντώθηκε … Dictionary of Greek